- υλοκουρός
- ὁ, Αυλοτόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -κουρός (< κουρά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑλοκουρός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορεύς — ὀρεύς, έως, ιων. τ. οὐρεύς, ὁ (Α) 1. ημίονος, μουλάρι 2. ως επίθ. ορεινός («ὅπως τις ὑλοκουρὸς ἐργάτης ὀρεύς», Λυκόφρ.) 3. φρ. «νικᾱν τοῑς ὀρεῡσι» η νίκη στις ημιονοδρομίες (Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀρεύς συνδέεται με το ὅρος (Ι) / οὖρος «όριο… … Dictionary of Greek